Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη με το νυχτερινό τρένο

από PRESS

Της Ζέφης Κληρονόμου

Βορειοελλαδίτες επιχειρηματίες σε αλισβερίσι για κιλίμια και δερμάτινα στα παζάρια της Πόλης, πιτσιρικάδες και backpackers για ναργιλέ και ραχάτ λουκούμ στα πέριξ της Αγια-Σοφιάς, φοιτητόκοσμος σε slow travel εμπειρίες πάνω στις ράγες, Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη με τρένο έκαστος 59,30 ευρώ.

Ταξιδιώτες όλοι στη «Φιλία» ή dostluk στα τούρκικα, στο νυχτερινό δρομολόγιο ανάμεσα στις δυο μητροπόλεις Ελλάδας και Τουρκίας, οι περισσότεροι για να κάνουν οικονομία, κάποιοι για να ζήσουν «την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα του τρένου και την περιπέτεια», ορισμένοι ακόμα και σε αυθημερόν ταξίδι στην Πόλη για δουλειές.

Το τρένο θα σφυρίξει στις οκτώ παρά κάτι κάθε βράδυ στο Βαρδάρη, ξαπλώνεις στην κουκέτα κι η κλινάμαξα αποχαιρετά τη νύμφη του Θερμαϊκού. Πέφτεις για ύπνο διασχίζοντας μες το σκοτάδι Μακεδονία και Θράκη και το άλλο πρωί χαζεύεις από το παράθυρο το Βόσπορο με τα βαπούρ. Όλη η μέρα μπροστά σου στην Πόλη και το ίδιο βράδυ, αν θες, παίρνεις τον υπνάκο σου στο βαγόνι της επιστροφής…

Σιδηροδρομικός Σταθμός Θεσσαλονίκης, οδός Μοναστηρίου 28. Το δρομολόγιο 444 για Κωνσταντινούπολη κάνει την εμφάνισή του στον κεντρικό πίνακα αναχωρήσεων, πάνω από τα γκισέ. Εναλλάξ κάθε βράδυ αναχωρεί για την Πόλη μια ο ελληνικός και μια ο τουρκικός συρμός.

Απόψε θα ταξιδέψουμε με το τούρκικο τρένο, όπως προδίδει η ημισέληνος χαραγμένη με αμμοβολή στα τζάμια των βαγονιών. «Μπιλιέτ, μπιλιέτ!», ο ελεγκτής ζητάει τα εισιτήρια και τα κρατάει.

Αύριο», μας δίνει να καταλάβουμε με νοήματα οδηγώντας μας στην κουκέτα. Κρεβάτι πάνω κάτω, νιπτήρας, καθρέπτης, ντουλάπι, ψυγειάκι και κρεμάστρες. Ακούγονται δυο σφυρίγματα και, στις 19:38 ακριβώς, το τρένο γλιστρά απαλά στις ράγες.

Σε δύο λεπτά μάς μοιράζουν τα σεντόνια στη ζελατίνα. Στρώνουμε τα κρεβάτια καθώς η Θεσσαλονίκη μέσα από το παράθυρο έχει αρχίσει και ξεμακραίνει, τα βαγόνια χορεύουν πια ρυθμικά πάνω στις γραμμές. Περνάμε με ταχύτητα φωτισμένους, έρημους σταθμούς, Ξάνθη, Κομοτηνή, αδειάζει το μυαλό από σκέψεις, οι βιορρυθμοί λες και συγχρονίζονται με το κροτάλισμα του συρμού.

Μας παίρνει ο ύπνος με τον οδηγό της Πόλης στο χέρι και σκόρπιες κουβέντες, «ταμάμ», «σαλάμ αλέκουμ» και καληνύχτες να αντηχούν στους διαδρόμους του βαγονιού.

«Passport, διαβατήριο!». Μια διαπεραστική φωνή μέσα στη νύχτα σπάει τη σιωπή στο τρένο, ένας αστυνομικός χτυπά την πόρτα της κουκέτας μας, ελέγχει τα διαβατήρια και τα κρατά για να μας τα επιστρέψει αργότερα. Η ώρα δείχνει 2:55 τα ξημερώματα και το τρένο είναι καθηλωμένο στον συνοριακό σταθμό Πύθιον.

Όταν ξεκινά και πάλι, τα δέντρα στις όχθες του Έβρου ξύνουν τα πλευρά του βαγονιού. Τελωνειακός έλεγχος ξανά στην αντιπέρα όχθη, στον σταθμό Uzuncorpu. Ρίχνουν μια ματιά στη βαλίτσα μας, ώρα 4:20 και το τρένο αναχωρεί, μακρινά φώτα κι ένας μιναρές πέρα από το παράθυρό μας, το τοπίο παραδίδεται ξανά στο σκοτάδι και το βαγόνι στην ησυχία του…

24ωρο στην Πόλη. Το ρολόι δείχνει 9 το πρωί όταν το τρένο, αργοπορημένο λόγω καθυστέρησης στα σύνορα, μπαίνει στο σταθμό Σιρκετζί. Αποβιβαζόμαστε στην ίδια πλατφόρμα που τη δεκαετία του ’20 τερμάτιζε, ερχόμενο από Παρίσι, το Οριάν Εξπρές. Νοσταλγικό ενθύμιο της αγαπημένης αμαξοστοιχίας της Αγκάθα Κρίστι, το καφέ-ρεστοράν της αποβάθρας «Orient Express 1890».

Αποχαιρετούμε τον συνταξιδιώτη μας, Ρίτσαρντ Φράνκε και τη γυναίκα του από τη Βόννη, που περνούν τους χειμώνες τους στη μεσσηνιακή Μάνη κι έκαναν τη διαδρομή Καλαμάτα-Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Πόλη με τρένα «για την περιπέτεια και την ίδια τη διαδρομή, μέρος του ταξιδιού».

Oι επιβάτες βιάζονται να γίνουν ένα με το χαρμάνι των έντεκα εκατομμυρίων κατοίκων. Επίσκεψη στο Μπλε Τζαμί, παζάρι μέχρι τελικής πτώσεως της τιμής στη Μεγάλη Αγορά Καπαλί Τσαρσί, ένα κεράκι στον Αι-Γιώργη στο Πατριαρχείο και σεργιάνι στις φτωχογειτονιές στο Φανάρι, τα έρημα αρχοντικά των Ρωμιών να μιλούν με τις σιωπές.

Ο κάθε ταξιδιώτης χαράζει τη δική του πορεία στην Πόλη που, ιδίως για Θεσσαλονικείς και Βορειοελλαδίτες, γίνεται προσιτή ως προορισμός με εισιτήριο 59,30 ευρώ μονής διαδρομής.

Μπαίνουμε στα άδυτα του χαρεμιού της βαλιδέ σουλτάν στο Τοπ Καπί, χαζεύουμε τους ψαράδες στη γέφυρα του Γαλατά να ρίχνουν πετονιά για ζαργάνες στα θολά νερά του Βόσπορου, τους φοιτητές να φουμάρουν ναργιλέ και να στέλνουν μετά μανίας sms στον καφενέ της Γενιτσεριλέρ, σκόρπιες ψηφίδες στο μωσαϊκό της Πόλης κι ύστερα επιστροφή στο σταθμό.

Κωνσταντινούπολη-Θεσσαλονίκη, 21:00. Μια έκπληξη μάς περιμένει στην αποβάθρα. Δώδεκα φαντάροι με δίκοχα κι όπλα επ’ ώμου στέκουν κλαρίνο μπροστά στο γαλονά με το φέσι. Εκείνος, επιθεωρεί το τάγμα, λέει «άφεριμ» επαινετικά κι επιβιβάζεται στην αμαξοστοιχία μες τους ατμούς.

Η κάμερα κάνει πανοραμίκ, τα φώτα του κινηματογραφικού συνεργείου λούζουν το τρένο του ΟΣΕ που πρόκειται να εκτελέσει το νυχτερινό δρομολόγιο για Θεσσαλονίκη αλλά προς το παρόν πρωταγωνιστεί στα γυρίσματα τουρκικού φιλμ εποχής! Όταν το ρολόι του σταθμού δείχνει εννιά, ο σκηνοθέτης γνέφει «cut!» και το τρένο, από κομπάρσος, γίνεται πρωταγωνιστής στο ταξίδι της επιστροφής.

Εκατό φορές στην Πόλη και συνεχίζει

«Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» στο διάσημο έργο του Ζωρζ Σιμενόν συγκλονιζόταν κάθε φορά που αντίκριζε τα νυχτερινά τρένα να περνούν από μπρος του με κατεβασμένα τα στόρια, σκεπάζοντας το μυστήριο των επιβατών.

Σε αντίθεση με το μυθιστορηματικό ήρωα, ο 31χρονος Νίκος Νώτας ταξιδεύει μέσα σε αυτά τα τρένα και γνωρίζει τους επιβάτες τους όσο κρατάει το σιδηροδρομικό ταξίδι των 826 χιλιομέτρων και 12 ωρών από τη Θεσσαλονίκη ως την Κωνσταντινούπολη, δηλαδή όλη νύχτα.

Συνοδός κλιναμαξών στο ελληνικό τρένο της γραμμής «Φιλία» από τον πρώτο χρόνο λειτουργίας της το 2005-βάσει συμφωνίας ΟΣΕ και Κρατικών Σιδηροδρόμων Τουρκίας-ως σήμερα, δυο και τρεις φορές το μήνα με τρένο Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη, «έχω έρθει στην Πόλη, εξήντα, εβδομήντα, εκατό φορές!».

«Φτάνουμε το πρωί από Θεσσαλονίκη, θα κάνουμε τις βόλτες μας στην Πόλη και θα ξεκουραστούμε σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό γιατί πάνω στη δουλειά μένεις ξύπνιος 15 ώρες σερί, να εξυπηρετείς τον κόσμο στο τρένο όλη νύχτα».

Οι επισκέψεις στην Αγία Σοφία, στο Πατριαρχείο, στα Πριγκιπονήσια, στο Σκεπαστό Παζάρι είναι στην ημερήσια διάταξη σχεδόν κάθε ταξιδιού του: «τον πρώτο καιρό οι παραγγελίες από συγγενείς και φίλους για ψώνια από το παζάρι έπεφταν βροχή, τώρα κι εκείνοι έχουν συνηθίσει.

Φέτος δουλεύει πάρα πολύ η γραμμή, το τρένο έχει καλή πληρότητα. Το προτιμούν επιχειρηματίες που έρχονται και ψωνίζουν δείγματα κι εμπορεύματα για τα μαγαζιά τους, ρούχα, δερμάτινα, γούνες, έπιπλα, ασημικά, ζώνες, παπούτσια.

Οι πιτσιρικάδες το χρησιμοποιούν πολύ με τις κάρτες Balkan και Interail, πολλοί ξένοι γυρνάνε τον κόσμο με τρένα ενώ τώρα έχουν αρχίσει να το προτιμούν και παρέες με φοιτητές. Είναι και το εισιτήριο πάρα πολύ φθηνό, δεν υπάρχουν τέτοιες τιμές στην Ευρώπη. Μάλιστα, για κάποιον που έρχεται στην Πόλη δυο και τρεις φορές το μήνα για δουλειές, τα απανωτά αεροπορικά ταξίδια θα ήταν απαγορευτικά.

Με το τρένο φτάνεις στον προορισμό σου ξεκούραστος, δεν οδηγείς. Φεύγεις βράδυ από Θεσσαλονίκη, κοιμάσαι τη νύχτα στην κλινάμαξα, ξυπνάς φρέσκος στην Πόλη, κάνεις τη δουλειά σου και πάλι πίσω». Οι σχέσεις με τους Τούρκους συναδέλφους του, «κανένα πρόβλημα», λέει. «Οι Τούρκοι θα μας κεράσουν τσάι, εμείς θα τους προσφέρουμε καφέ».

Δημοσιεύθηκε στον ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΤΥΠΟ

Σχολιάστε